- παρθενόχρως
- παρθενό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,A of maidenly, delicate colour,
κρόκος AP4.1.12
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρόκος AP4.1.12
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek